γεροντοκορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεροντοκορισμός οι γεροντοκορισμοί
      γενική του γεροντοκορισμού των γεροντοκορισμών
    αιτιατική τον γεροντοκορισμό τους γεροντοκορισμούς
     κλητική γεροντοκορισμέ γεροντοκορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεροντοκορισμός < γεροντοκόρη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεροντοκορισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]