γεροντοκορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεροντοκορισμός < γεροντοκόρη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεροντοκορισμός αρσενικό
- η κατάσταση της γεροντοκόρης κυρίως τον περασμένο αιώνα, η μοναξιά, η έλλειψη απογόνων, η στέρηση της οικογενειακής χαράς και κοινωνικής ένταξης, συχνά η στρυφνάδα, ο πουριτανισμός, η παραξενιά ή και ο φθόνος, η πικρία
- η συμπεριφορά της γεροντοκόρης, από την ίδια ή κάποιον άλλον που φέρεται με παρόμοιο προς της γεροντοκόρης τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεροντοκορισμός
|