γερούσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γερούσιος < γερουσία
Επίθετο
[επεξεργασία]γερούσιος, ος, ον
- που ανήκει σε γέροντες, ο σχετικός με γέροντες, ο σεβαστός
- γερούσιος οἶνος (το καλό κρασί, το φυλαγμένο για τους γέροντες αρχηγούς)
- γερούσιος ὅρκος (όρκος που έπαιρναν οι γέροντες αρχηγοί, μέλη της γερουσίας)
- ο κατάλληλος για την γερουσία, κατάλληλος για αρχηγός