γεφυράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γεφυράς | οι | γεφυράδες |
γενική | του | γεφυρά | των | γεφυράδων |
αιτιατική | τον | γεφυρά | τους | γεφυράδες |
κλητική | γεφυρά | γεφυράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεφυράς αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γεφυροποιός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γέφυρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεφυράς
|