γεωδαίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεωδαίτης < αβέβαιης ετυμολογίας (κατ' άλλους η λέξη είναι νεώτερη, παράγωγο της γεωδαισίας, μερικοί θεωρούν ότι υπήρχε στην αρχαιότητα και μερικοί ότι η γεωδαισία είναι παράγωγό της)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεωδαίτης αρσενικό
- (παρωχημένο) ειδικός που χρησιμοποιείται για την καταγραφή της διανομής γης
- (επάγγελμα) επιστήμονας του κλάδου της γεωδαισίας