γιάντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈʝan.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιά‐ντα
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
γιάντα
- (ιδιωματικό) γιατί
- ↪ -Γιάντα γελάς; Οι δύο φίλοι σου μπήκαν στο τρένο το τελευταίο και συ έμεινες απόξω. -Γιάντα γελώ; Γιάντα εγώ εταξίδευα και αυτοί ήρθαν να με αποχαιρετήσουνε.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
με διά, όπως το αρχαίο διατί, διὰ τί
Πηγές[επεξεργασία]
- «Γιάηντα και γιάντα = γιατί = διατί, για ήντα; δια τι; τι; τίνος ένεκα;», Παύλος Βλαστός, Ο γάμος εν Κρήτη: ήθη και έθιμα Κρητών, τύπος Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, 1893, σελ. 150 [1]