γιαουρτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
γιαουρτωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γιαουρτώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιαουρτωμένος
|
γιαουρτωμένος
|