γιαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιαράς: μεταπλασμός σε αρσενικό του θηλυκού γιαρ(ά) + -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιαράς αρσενικό (πληθυντικός γιαράδες)