γιεγιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιεγιές | οι | γιεγιέδες |
γενική | του | γιεγιέ | των | γιεγιέδων |
αιτιατική | τον | γιεγιέ | τους | γιεγιέδες |
κλητική | γιεγιέ | γιεγιέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιεγιές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιεγιές αρσενικό
- ατημέλητος νεαρός με ξενόφερτα ήθη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιεγιές
|