γινωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γινώνω, γινώνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]γινωμένος, -η, -ο
- (για καρπούς) που έχει ωριμάσει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γινωμένος
|