γιολτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γιολτζής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιολτζής οι γιολτζήδες
      γενική του γιολτζή των γιολτζήδων
    αιτιατική τον γιολτζή τους γιολτζήδες
     κλητική γιολτζή γιολτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιολτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική yolc(u) (ταξιδιώτης) + -ής, κατάληξη -τζής < yol (δρόμος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιολτζής αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]