γιοματάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιοματάρι τα γιοματάρια
      γενική του γιοματαριού των γιοματαριών
    αιτιατική το γιοματάρι τα γιοματάρια
     κλητική γιοματάρι γιοματάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιοματάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιοματάρι(ν) < γιομάτο + υποκοριστικό επίθημα -άριον < αρχαία ελληνική γέμω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιοματάρι ουδέτερο

  1. κρασί που προέρχεται από βαρέλι που μόλις ανοίχθηκε.
  2. (κατ’ επέκταση) το βαρέλι που περιέχει τέτοιο κρασί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα