γιορτάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝoɾˈta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιορ‐τά‐σει
- ομόηχο: γιορτάσι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γιορτάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γιορτάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιορτάζω
- θα γιορτάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιορτάζω