γιουρντίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιουρντίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]γιουρντίζω
- (ιδιωματικό) επιτίθεμαι, ορμώ
- ※ Το βάζεις στο νού σου; Και να πείς πως ήτανε κάνα κουτάβι... Όχι. Ένας σκύλαρος δύο οργιές μάκρος. Σα δε γιούρντισε απάνου μου... Τύχη είχα. Τα ίδια μου κάνανε και πέρσι. (⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
- (ιδιωματικό) προχωρώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιουρντίζω
→ δείτε τις λέξεις επιτίθεμαι και προχωρώ |