γιούνισεξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιούνισεξ < αγγλική unisex

Επίθετο

[επεξεργασία]

γιούνισεξ άκλιτο

  • που ταιριάζει και στα δύο φύλα
ρούχα γιούνισεξ