γιόμαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
PAGENAME < γέμα με τροπή [e] > [o] λόγω της επίδρασης του χειλικού [m][1] και διατήρηση της προφοράς [j][2] < γεῦμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιόμαν ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. γιόμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γεύμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.