γκάου-μπίου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκάου-μπίου < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκάου-μπίου αρσενικό, άκλιτο

  1. άσχετος, βλάκας, αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται, που είναι φευγάτος
     συνώνυμα: γκάου
  2. (στρατιωτική αργκό) ειρωνική προσφώνηση του νεοσύλλεκτου, του νέου φαντάρου· γκάβακας, στραβάδι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]