γκαβίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκαβίζω < γκαβός + -ίζω

γκαβίζω

  1. είμαι γκαβός
  2. αλληθωρίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]