γκαρίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαρίλα οι γκαρίλες
      γενική της γκαρίλας
    αιτιατική την γκαρίλα τις γκαρίλες
     κλητική γκαρίλα γκαρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκαρίλα < γκαρίζω + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκαρίλα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]