γκελμπερί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκελμπερί < (άμεσο δάνειο) τουρκική gelberi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκελμπερί ουδέτερο άκλιτο

  • σιδερένιο ραβδί για τη διευθέτηση των ξύλων στο τζάκι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]