γκισέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκισέ | τα | γκισέ |
γενική | του | γκισέ | των | γκισέ |
αιτιατική | το | γκισέ | τα | γκισέ |
κλητική | γκισέ | γκισέ | ||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκισέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική guichet
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκισέ ουδέτερο άκλιτο
- θυρίδα συναλλαγών
- Η υπάλληλος, που καθόταν πίσω από το γκισέ της εταιρείας, μέτρησε με υπομονή τα κέρματα και μού έδωσε το εισιτήριο.