αγκιό
(Ανακατεύθυνση από γκιό)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ορθότερο: αγκειό
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκιό < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκιό ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκιό
|