γκιόλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκιόλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική göl (λίμνη) +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκιόλα θηλυκό