γκομενότσαρκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκομενότσαρκα θηλυκό
- τσάρκα (περίπατος) με γκόμενες
- τσάρκα σε αναζήτηση ερωτικού συντρόφου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκομενότσαρκα
|