γκουίρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκουίρο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) κρουστό όργανο της Λατινικής Αμερικής. Ένα αποξηραμένο φρούτο της οικογένειας των Κολοκυνθοειδών με ανάγλυφες γραμμές, ξύνεται με ένα ξυλάκι (ξύστρα ή μπαγκέτα).
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- γκούιρο (με την ισπανική προφορά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)