γκρεμίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκρεμίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος γκρεμίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]γκρεμίζομαι
- με γκρεμίζουν ή γκρεμίζομαι μόνος μου, καταβαραθρώνομαι
- τα κτίρια γκρεμίστηκαν με ελεγχόμενες εκρήξεις
- τα όνειρα χιλιάδων παιδιών γκρεμίστηκαν με τη χρεωκοπία
Κλίση
[επεξεργασία]→ δείτε την κλίση στο γκρεμίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκρεμίζομαι