γκριλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκριλ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκριλ ουδέτερο άκλιτο
- η σχάρα
- η ψησταριά
- τρόπος ψησίματος φαγητών σε οικιακό ηλεκτρικό φούρνο, κατά τον οποίο το ταψί τοποθετείται στο πάνω μέρος του φούρνου, κοντά στις αντιστάσεις που θερμαίνονται πολύ γρήγορα