γκρουπάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]γκρουπάρω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γκρουπ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκρουπάρω
|
γκρουπάρω
|