γκρουπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκρουπάρω < γκρουπ + -άρω

γκρουπάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]