γλαροφωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλαροφωλιά | οι | γλαροφωλιές |
γενική | της | γλαροφωλιάς | των | γλαροφωλιών |
αιτιατική | τη | γλαροφωλιά | τις | γλαροφωλιές |
κλητική | γλαροφωλιά | γλαροφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλαροφωλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλαροφωλιά
|