γλυκάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυκάζω < γλυκύς

γλυκάζω ( & γλυκαίνω)

  • προσφέρω γλυκειά γεύση