γλυκαιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλυκαιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική glycémique < glycémie < αρχαία ελληνική γλυκύς + αἷμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣli.ce.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐και‐μι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]γλυκαιμικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλυκαιμικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)