γλυκοκοιταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλυκοκοιταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γλυκοκοιτάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]γλυκοκοιταγμένος
- που κάποια τον έχει γλυκοκοιτάξει (ή κάποιος την έχει γλυκκοιτάξει), για ερωτικό βλέμμα συνήθως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλυκοκοιταγμένος
|