γλυκόμηλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλυκόμηλο < αρχαία ελληνική γλυκύμαλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλυκόμηλο ουδέτερο
- το γλυκό μήλο, το φιρίκι ή οποιαδήποτε ποικιλία με μήλα πιο γλυκά από το συνηθισμένο, ο καρπός της γλυκομηλιάς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλυκόμηλο
|