γλυκύδακρυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυκύδακρυς < γλυκύς και δάκρυ


Επίθετο

[επεξεργασία]

γλυκύδακρυς, υς, υ

  • που φέρνει δάκρυα γλυκά, όπως ο έρωτας, πιθανόν γενικά για δάκρυα που δεν είναι μόνον από πικρία, αλλά προκαλούνται από ανάμικτα συναισθήματα