γλωσσοπίεστρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλωσσοπίεστρο < γλώσσα + πιέζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλωσσοπίεστρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]