γλωσσοπίεστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλωσσοπίεστρο ουδέτερο
- (ιατρική) εργαλείο με το οποίο ένας γιατρός πιέζει τη γλώσσα προς τα κάτω, έτσι ώστε να μπορέσει να εξετάσει το εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλωσσοπίεστρο