γλύκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλύκας οι γλύκες
      γενική του γλύκα
    αιτιατική τον γλύκα τους γλύκες
     κλητική γλύκα γλύκες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλύκας αρσενικό

  1. ο πολυαγαπημένος
  2. ο χαριτωμένος
    Μα τι ωραίος μπέμπης είν' αυτός! Δεν είναι γλύκας;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

της γλύκας θηλυκό