γναθοχειρουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γναθοχειρουργός < γνάθος + -ο- + χειρουργός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γναθοχειρουργός αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την γναθοχειρουργική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γναθοχειρουργική
- γναθοχειρουργικός
- → δείτε τις λέξεις γνάθος, χειρούργος, χέρι και έργο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γναθοχειρουργός
|