γνωμοδοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γνωμοδοτικός < γνωμοδοτώ
Επίθετο
[επεξεργασία]γνωμοδοτικός
- που έχει σχέση με την παροχή γνώμης από αρμόδιο και ειδικό άτομο, συμβούλιο, φορέα
- σε αντιδαστολή προς το αποφασιστικός, π.χ. για το ρόλο ενός γνωμοδοτικού οργάνου, όπου ξεκαθαρίζεται έμμεσα αλλά σαφώς από τη χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου ότι ο ρόλος αυτός περιορίζεται στην παροχή γνώμης και ότι το όργανο αυτό δεν μπορεί να αποφασίσει, να θεσπίσει