γνωρίζον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

γνωρίζω + -ον

Επίθετο

[επεξεργασία]

αυτό που γνωρίζει

  • το γνωρίζον
  • του γνωρίζοντος
  • το γνωρίζον
  • ω γνωρίζον

---

  • τα γνωρίζοντα
  • των γνωριζόντων
  • τα γνωρίζοντα
  • ω γνωρίζοντα