γνώμονες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɣno.mo.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνώ‐μο‐νες

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

γνώμονες αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γνώμονες: πληθυντικός αριθμός του γνώμων, κλιτικός τύπος με επιπλέον σημασία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γνώμονες αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

γνώμονες αρσενικό