γνώρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γνώρα | οι | γνώρες |
γενική | της | γνώρας | — | |
αιτιατική | τη | γνώρα | τις | γνώρες |
κλητική | γνώρα | γνώρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γνώρα < μεσαιωνική ελληνική γνώρα < γνωρίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γνώρα θηλυκό
- το να γνωρίζουμε κάποιον
- Δεν τού'δωκα γνώρα. Έκανα πως δεν τον ξέρω.
- Δεν δίνει εύκολα γνώρα. Δεν σχετίζεται εύκολα με τους άλλους.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γνώρα
|