γονατιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γονάτια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γονατιά οι γονατιές
      γενική της γονατιάς των γονατιών
    αιτιατική τη γονατιά τις γονατιές
     κλητική γονατιά γονατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γονατιά < γόνατο + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γονατιά θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]