γονατισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]γονατισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γονατίζω
- (κυριολεκτικά) → δείτε το επίθετο γονατιστός
- (μεταφορικά) τσακισμένος
- ↪ γονατισμένος από τα βάσανα
- ↪ Ξαναμαζεύτηκε στο σπίτι της μάνας του γονατισμένος από την ανεργία ενώ στην αρχή τον παρακαλούσε γονατιστή να μείνει μαζί της κι εκείνος την απόπαιρνε.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γόνατο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
|