γονιμοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γονιμοποίηση | οι | γονιμοποιήσεις |
γενική | της | γονιμοποίησης* | των | γονιμοποιήσεων |
αιτιατική | τη | γονιμοποίηση | τις | γονιμοποιήσεις |
κλητική | γονιμοποίηση | γονιμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γονιμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γονιμοποίηση < γονιμοποιώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γονιμοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια που καθιστά γόνιμο κάποιον-κάποιαν-κάτι
- γονιμοποίηση ωαρίου, ωού, αβγού, ζώου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γονιμοποίηση