γονιμοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γονιμοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γονιμοποιώ
Μετοχή
[επεξεργασία]γονιμοποιημένος -η -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γονιμοποιημένος
|