γουβίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γουβίτσα | οι | γουβίτσες |
γενική | της | γουβίτσας | — | |
αιτιατική | τη | γουβίτσα | τις | γουβίτσες |
κλητική | γουβίτσα | γουβίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουβίτσα < γούβα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουβίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του γούβα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γούβα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουβίτσα
|