γουρλωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γουρλωτός, -ή, -ό
- που έχει τα μάτια γουρλωμένα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γουρλώνω
γουρλωτός, -ή, -ό