γουταπέρκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γουταπέρκα | οι | γουταπέρκες |
γενική | της | γουταπέρκας | — | |
αιτιατική | τη | γουταπέρκα | τις | γουταπέρκες |
κλητική | γουταπέρκα | γουταπέρκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουταπέρκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουταπέρκα θηλυκό
- ρητινώδης ουσία που βρίσκεται στον χυμό διαφόρων τροπικών φυτών, κυρίως του γένους Dichopsis[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουταπέρκα
|