γοῦν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]γοῦν ( ιωνικός και δωρικός τύπος γῶν )
- βεβαίως, οπωσδήποτε (ανάλογα με τα συμφραζόμενα)
- παραδείγματος χάριν
- τουλάχιστον