γραμματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραμματολογικός < γραμματολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]γραμματολογικός -ή -ό
- ο σχετικός με τη γραμματολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμματολογικός
|