γραμμογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραμμογραφημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου γραμμογραφώ
Μετοχή
[επεξεργασία]γραμμογραφημένος
- που έχει γραμμογραφηθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις γραμμογραφώ και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμμογραφημένος
|